ξύλωση

ξύλωση
η (ΑΜ ξύλωσις) [ξυλώ]
ο ξύλινος σκελετός τής οικοδομής, καθώς και κάθε άλλη ξύλινη κατασκευή που υπάρχει σε αυτήν, η ξυλωσιά («καὶ αὐτῶν τῶν οἰκιῶν καθαιροῡντες τὴν ξύλωσιν». Θουκ.)
νεοελλ.
1. ξύλινη επένδυση σε πηγάδι ή σε στοά ορυχείου η οποία συγκρατεί την οροφή ή τα τοιχώματά τους
2. ναυτ. το σύνολο τών ξύλων που στερεώνουν ή συμπληρώνουν τον σκελετό τού πλοίου
μσν.-αρχ.
η μετατροπή πράγματος σε ξύλο, αποξύλωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξυλωσιά — η η ξύλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλωση + κατάλ. ιά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”